ετεροφώτιστος

ετεροφώτιστος
ος , ον , ετερόρωτος, η , ο [ος , ον ]
1) освещаемый извне; 2) перен. не имеющий своего мнения; не самостоятельно мыслящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ετεροφώτιστος" в других словарях:

  • ετεροφώτιστος — η, ο βλ. ετερόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωτιστος (< φωτίζω) πρβλ. α φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ετερόφωτος — η, ο και ετεροφώτιστος, η, ο 1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος 2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο») 3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»